- συμπρήσσω
- Αιων. τ. βλ.συμπράττω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπράττω — ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α [πράττω] πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ. γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι … Dictionary of Greek